δαγκάνω

δαγκάνω
(αόρ. (ε)δάγκασα) 1. μετ.
1) кусать; жалить (о насекомых, змеях); τον δάγκασε το σκυλί его укусила собака; με δάγκασε μιά σφήκα (δνα φίδι) меня ужалила оса (змея); 2) прищемить; η πόρτα της δάγκασε το δάχτυλο они прищемила палец в дверях; 3) перен. ранить словами; 2. αμετ. см. δαγκώνω 2;

§ σαν κρυφόσκυλο δαγκάνει — он кусает исподтишка;

δάγκασε τη γλώσσα σου типун тебе на язык;

δαγκάνω τη γλώσσα ( — или τα χείλια) μου — придержать, прикусить язык


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δαγκάνω" в других словарях:

  • δαγκάνω — βλ. δαγκώνω …   Dictionary of Greek

  • δαγκάνω — βλ. δαγκώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαγκώνω — και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω) σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει») 2. είμαι εκδικητικός 3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω 4.… …   Dictionary of Greek

  • αναδάκνω — ἀναδάκνω (Α) 1. δαγκάνω πάλι ή απλώς δαγκάνω 2. εξοργίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δάκνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάδηγμα] …   Dictionary of Greek

  • δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού …   Dictionary of Greek

  • αδάγκαστος — η, ο 1. αυτός που δεν δαγκώθηκε, ο αδάγκωτος 2. (για τράγους και κριούς) αυτός που δεν τού δάγκωσαν τον σπερματίτη λώρο για να τόν ευνουχίσουν, που δεν υποβλήθηκε σε ευνουχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δαγκαστός < δαγκάνω] …   Dictionary of Greek

  • αποδαγκάνω — (Μ ἀποδαγκάνω, AM ἀποδάκνω) δαγκάνω βαθιά, κόβω με τα δόντια …   Dictionary of Greek

  • βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • δαγκάνα — η [δαγκάνω] 1. η κοινή ονομασία τών ποδολαβίδων τών Καρκινοειδών 2. η τανάλια …   Dictionary of Greek

  • δαγκανιά — η [δαγκάνω] 1. το δάγκωμα 2. η δαγκωματιά …   Dictionary of Greek

  • δαγκωματιά — και δαγκαματιά και δαγκωματιά, η (Μ δακαματέ και δακαματέα) 1. το δάγκωμα 2. η ποσότητα στερεάς τροφής που μπορεί να αποκοπεί με ένα δάγκωμα, η μπουκιά νεοελλ. σημάδι στο δέρμα που προέρχεται από δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δαγκωματιά < δάγκωμα και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»